Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

οι γυμναστικές ασκήσεις

  • 1 упражнение

    упражнение с η άσκηση. το γύμνασμα; физические \упражнениея οι γυμναστικές ασκήσεις; вольные \упражнениея οι ελεύθερες ασκήσεις; \упражнениея на снарядах η ενόργανη γυμναστική
    * * *
    с
    η άσκηση, το γύμνασμα

    физи́ческие упражне́ния — οι γυμναστικές ασκήσεις

    во́льные упражне́ния — οι ελεύθερες ασκήσεις

    упражне́ния на снаря́дах — η ενόργανη γυμναστική

    Русско-греческий словарь > упражнение

  • 2 гимнастический

    гимнастический γυμναστι κός· \гимнастический зал το γυμναστήριο· \гимнастическийие снаряды τα γυμναστικά όργανα· \гимнастическийие упражнения οι γυμναστικές ασκήσεις
    * * *

    гимнасти́ческий зал — το γυμναστήριο

    гимнасти́ческие снаря́ды — τα γυμναστικά όργανα

    гимнасти́ческие упражне́ния — οι γυμναστικές ασκήσεις

    Русско-греческий словарь > гимнастический

  • 3 приём

    α.
    1. παραλαβή•

    приём заявлений παραλαβή αιτήσεων.

    || λήψη•

    приём лекарств λήψη φαρμάκων•

    приём пищи λήψη τροφής.

    || πρόσληψη, εισδοχή•

    приём в партию πρόσληψη στο κόμμα.

    2. υποδοχή•

    приём гостей υποδοχή φιλοξενούμενων•

    дни -а μέρες δεξίωσης•

    холодный приём ψυχρή υποδοχή•

    устроить приём οργανώνω υποδοχή•

    серд-чный приём εγκάρδια υποδοχή.

    || ακρόαση, επίσκεψη στο γιατρό. || δόση•

    лекарство в маленьких -ах φάρμακο σε μικρές δόσεις.

    3. φορά•

    выпить в один приём πίνω μια φορά, μονοκοπανιά.

    4. κίνηση, άσκηση•

    ружейные -ы ασκήσεις όπλου, οπλασκία•

    гимнастические -ы γυμναστικές ασκήσεις.

    || τρόπος, μέθοδος•

    разные -ы лечения διάφοροι τρόποι θεραπείας.

    5. πλθ. παλ. τρόποι συμπεριφοράς.
    (αθλτ.) τρόπος• λαβή (στην πάλη).

    Большой русско-греческий словарь > приём

  • 4 вольный

    вольн||ый
    прил
    1. (свободный) ἐλεύθερος, λεύτερος:
    \вольныйые мысли οἱ ἐλεύθερες ίδέες·
    2. (нескромный):
    \вольныйое поведение ἡ ἐλευθεριότητα· ◊ \вольныйый город ист. ἡ ἐλεύθερη πόλη· \вольныйая пти́ца разг ἐλεύθερος'σάν τό πουλί, ἐλεύθερο πουλί· \вольныйые движения спорт. °· γυμναστικές ἀσκήσεις χωρίς γυμναστικά δργανα· \вольныйый перевод ἡ ἐλεύθερη μετάφραση, ἡ ἐλεύθερη ἀπόδοση· на *\вольныйом воздухе στον καθαρό ἀέρα, στό ὑπαιθρο.

    Русско-новогреческий словарь > вольный

  • 5 гимнастический

    гимнаст||и́ческий
    прил γυμναστικός:
    \гимнастическийи́ческий зал τό γυμναστήριο· \гимнастическийи́ческие упражнения οἱ γυμναστικές ἀσκήσεις, τά γυμνάσματα.

    Русско-новогреческий словарь > гимнастический

  • 6 вольный

    επ., βρ: -лен, -льна, -но, вольны κ. -ны.
    1. ελεύθερος. || φιλελεύθερος.
    2. απελεύθερος.
    3. οικείος, ασύστολος, θαρρετός.
    4. συνειδητός•

    -ые и невольные погрешения συνειδητά και ασυνείδητα σφάλματα (αμαρτήματα)•

    (με διαφ. σημ.) ελεύθερος•

    вольный перевод ελεύθερη μετάφραση•

    -ые стихи ελεύθεροι στίχοι•

    вольный стрелок ελεύθερος σκοπευτής•

    -ая гавань ελεύθερο (τελωνειακών δασμών) λιμάνι•

    -ые движения ελεύθερες (γυμναστικές) ασκήσεις•

    -ая вода ελεύθερα ύδατα για πλουν (απαλλαγμένα από σκάφη, πάγους)•

    -ая птица ελεύθερο πουλί (άνθρωπος ανεξάρτητος).

    Большой русско-греческий словарь > вольный

  • 7 упражнение

    ουδ.
    άσκηση• εξάσκηση• γύμναση• γύμνασμα-εκγύμναση•

    упражнение левой руки εξάσκηση του αριστερού χερ ιού•

    гимнастические -я γυμναστικές ασκήσεις•

    сборник -ий по правописанию συλλογή ορθογραφικών ασκήσεων.

    Большой русско-греческий словарь > упражнение

См. также в других словарях:

  • γυμναστική — Το σύνολο των ασκήσεων που αποβλέπουν στην ανάπτυξη του σώματος και στην καλλιέργεια των ικανοτήτων του. Η γ. θεωρείται επιστήμη, όταν εξυπηρετεί θεραπευτικούς και διδακτικούς σκοπούς. Η γ. αν και αποτελεί τμήμα της φυσικής αγωγής, διαφέρει από… …   Dictionary of Greek

  • Ιράν — Επίσημη ονομασία: Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν Παραδοσιακή ονομασία: Περσία Έκταση: 1.648.000 τ. χλμ. Πληθυσμός: 65.540.226 (2002) Πρωτεύουσα: Τεχεράνη (6.758.845 κάτ. το 1996)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β με το… …   Dictionary of Greek

  • παιδοτρίβης — Γυμναστής κατά την αρχαιότητα ο οποίος δίδασκε στους νεότερους γυμναστικές ασκήσεις. Στην αρχή οι γυμναστές ήταν εμπειρικοί μόνο γνώστες των ασκήσεων. Τον 5o αι. π.Χ. κατά τα λεγόμενα του Πλάτωνα, ο Πυθαγόρας ο Σάμιος και ο Ίκκος ο Ταραντίνος… …   Dictionary of Greek

  • αλείφω — αλείβω (Α ἀλείφω) 1. επιθέτω υγρή ή λιπαρή ουσία σε κάποια επιφάνεια, επαλείφω, επιχρίω 2. επαλείφω με οποιαδήποτε ύλη 3. κάνω επάλειψη σε ασθενή νεοελλ. 1. ρυπαίνω, λερώνω 2. δωροδοκώ, λαδώνω 3. παθ. ωφελούμαι υλικά, απολαμβάνω κέρδος 4. φρ. «θα …   Dictionary of Greek

  • ανάπειρα — ἀνάπειρα, η (Α) 1. δοκιμή, πρόβα 2. στον πληθ. aἱ ἀνάπηραι ομαδικές γυμναστικές ασκήσεις, στρατιωτικά γυμνάσια 3. κατά τον Ησύχιο, «ρυθμός αυλητικός» [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀναπειρῶμαι, με υποχωρητικό σχηματισμό (πρβλ. διάπειρα < διαπειρῶμαι)] …   Dictionary of Greek

  • αναπάλη — η (Α ἀναπάλη) [πάλη] (αρχ. νεοελλ.) (στη φρ.) «αναπάλες χεριών», αρχ. «ἀναπάλαι χειρῶν», είδος γυμναστικής ασκήσεως αρχ. είδος χορού που οι κινήσεις του έμοιαζαν με γυμναστικές ασκήσεις …   Dictionary of Greek

  • γυμνικός — γυμνικός, ή, όν (Α) αυτός που ανήκει ή είναι κατάλληλος για γυμναστικές ασκήσεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < γυμνός, ως επίθετο τού αγών για διάκριση από τα «μουσικός ή ιππικός αγών»] …   Dictionary of Greek

  • ημιχρόνιο — το (γυμναστ.) διάλειμμα λίγων λεπτών (για ανάπαυση) στο μέσο περίπου τού διαστήματος κατά το οποίο γίνονται οι γυμναστικές ασκήσεις, αλλ. μεσόχρονο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημιχρόνιο (ενν. διάστημα) ουσιαστικοποιημένο επίθ. σχηματισμένο κατά το βραχυ… …   Dictionary of Greek

  • ιατρογυμναστής — ο γιατρός ή γυμναστής που εφαρμόζει γυμναστικές ασκήσεις για θεραπευτικούς σκοπούς …   Dictionary of Greek

  • ξεμουδιάζω — 1. παύω να αισθάνομαι μούδιασμα («περπάτησα λίγο και ξεμούδιασαν τα πόδια μου») 2. (για αθλητή) ετοιμάζομαι για αγώνα με κατάλληλες γυμναστικές ασκήσεις, προθερμαίνομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. ξ(ε) * + μουδιάζω] …   Dictionary of Greek

  • πισίνα — Μικρή τεχνητή λίμνη, κατάλληλη για λουτρά και για αγώνες κολύμβησης και κατάδυσης. Ο όρος προέρχεται από τις μεγάλες στέρνες που κατασκεύαζαν οι Ρωμαίοι πατρίκιοι στις βίλες τους, όπου διατηρούσαν ψάρια (pesce = ψάρι)· πισίνες ονόμαζαν επίσης τις …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»